- ευθυγραμμίζομαι
- ευθυγραμμίζομαι, ευθυγραμμίστηκα, ευθυγραμμισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσαρμόζω — προσάρμοσα, προσαρμόστηκα, προσαρμοσμένος 1. μτβ., στερεώνω, ταιριάζω, συναρμόζω. 2. το μέσ., προσαρμόζομαι συνηθίζω, ευθυγραμμίζομαι, συμμορφώνομαι: Προσαρμόστηκε γρήγορα στις νέες συνθήκες ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)